μελλητικός

μελλητικός
μελλητικός
inclined to delay
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μελλητικός — μελλητικός, ή, όν (Α) [μελλητής] 1. αυτός που έχει τάση να καθυστερεί, βραδύς 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελλητικόν καρτερία, υπομονή. επίρρ... μελλητικῶς (Α) 1. με ενδοιασμό, με δισταγμό 2. στο μέλλον …   Dictionary of Greek

  • μελλητικά — μελλητικός inclined to delay neut nom/voc/acc pl μελλητικά̱ , μελλητικός inclined to delay fem nom/voc/acc dual μελλητικά̱ , μελλητικός inclined to delay fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελλητικόν — μελλητικός inclined to delay masc acc sg μελλητικός inclined to delay neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελλητικαί — μελλητικός inclined to delay fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελλητικῶς — μελλητικός inclined to delay adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελλετικό(ν) — το το πεπρωμένο («αν έναι κι ήτονε ποτέ τούτο μελλετικό μου, καλλιά το να χα γεννηθεί δίχως τών αμματιώ μου», Ερωφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί μελλητικό(ν) (< μέλλω), ουσιαστικοποιημένο τ. τού ουδ. του επιθ. μελλητικός. Το ε αντί η πιθ. από επίδραση τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”